- θαρσήσαντες
- θαρσέωto be of good courageaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… … Dictionary of Greek